φλάντζα

φλάντζα
Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας και με τη φύση του ρευστού. Για υγρά μη διαβρωτικά, και σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, χρησιμοποιείται φυσικό ή συνθετικό ελαστικό δέρμα, ύφασμα από κανναβούρι και βάμβακα διαποτισμένο με κατράμι. Για ρευστά ψηλότερης θερμοκρασίας χρησιμοποιείται ύφασμα από αμίαντο με γραφίτη, χαλκό, ελαφρά κράματα ή μόλυβδο. Για εφαρμογές σε θερμοκρασίες πολύ ψηλές, έως 350-400°C, χρησιμοποιείται γραφιτωμένος αμίαντος υφασμένος με νήματα χαλκού.
* * *
η, Ν
δισκοειδές εξάρτημα προσαρμοσμένο στο άκρο σωλήνα, περιβλήματος,.κυλίνδρου ή άλλης διάταξης, που χρησιμεύει για σύνδεση με άλλο μηχανικό ή υδραυλικό στοιχείο για στεγανοποίηση ή και ενίσχυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flange, πιθ. άλλος τ. αντί τού flanch < γαλλ. flanc «πλευρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλάντζα — η (λ. ιταλ.), λεπτό φύλλο από μέταλλο, δέρμα, ελαστικό ή άλλη ύλη, το οποίο μπαίνει μεταξύ τμημάτων μηχανής που εφάπτονται, για εξασφάλιση στεγανότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”